- μηλόσκοπος
- μηλό-σκοπος, κορυφή, Berggipfel, von welchem aus man die Schafherden überschauen kann
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηλοσκόπος — μηλοσκόπος, ον (Α) φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
μηλοσκόπον — μηλοσκόπος from which sheep masc/fem acc sg μηλοσκόπος from which sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek